υποβοηθούμενος

υποβοηθούμενος
потпомогнат

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… …   Dictionary of Greek

  • Ματσουόκα, Γιοζούκε — (Yosuke Matsuoka, νομός Γιαμαγκούτσι 1880 – Τόκιο 1946). Ιάπωνας πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Όρεγκον των ΗΠΑ και στη συνέχεια ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο. Το 1921 εστάλη στην Εταιρεία των σιδηροδρόμων της νότιας Μαντζουρίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”